επίπλαστος

επίπλαστος
-η, -ο (AM ἐπίπλαστος, -ον) [πλαστός]
μτφ. πλαστός, ψεύτικος, προσποιητός (α. «επίπλαστη ευγένεια» β. «δακρύων ἐπιπλάστων», Λουκιαν.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) πασαλειμμένος, αλειμμένος, ψιμυθιωμένος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίπλαστα
έμπλαστρα, καταπλάσματα.
επίρρ...
ἐπιπλάστως
πλαστά, ψεύτικα, προσποιητά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίπλαστος — plastered over masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπλαστος — η, ο που εμφανίζεται με πλαστή μορφή, προσποιητός, πλαστός, υποκριτικός: Επίπλαστη ευγένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιπλάστως — ἐπίπλαστος plastered over adverbial ἐπίπλαστος plastered over masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπλαστον — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem acc sg ἐπίπλαστος plastered over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάστοις — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάστοισιν — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάστου — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάστους — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάστων — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπλάστῳ — ἐπίπλαστος plastered over masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”