- επίπλαστος
- -η, -ο (AM ἐπίπλαστος, -ον) [πλαστός]μτφ. πλαστός, ψεύτικος, προσποιητός (α. «επίπλαστη ευγένεια» β. «δακρύων ἐπιπλάστων», Λουκιαν.)αρχ.1. (για πρόσ.) πασαλειμμένος, αλειμμένος, ψιμυθιωμένος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίπλασταέμπλαστρα, καταπλάσματα.επίρρ...ἐπιπλάστωςπλαστά, ψεύτικα, προσποιητά.
Dictionary of Greek. 2013.